A.unmoved, unshaken, “βουλή” Il.2.344; “βίη” A.R.4.1375; ἀστεμφὲς ἔχεσκε [τὸ σκῆπτρον] he held it stiff, Il.3.219; “οὐδός” Hes.Th.812; “ἀ. οἵη νέκυς” Opp.H.2.70. Adv., ὑμεῖς ἀστεμφέως ἐχέμεν you hold fast! Od.4.419, cf. 459; “ἀστεμφῶς τὸν βίον διενήξατο” Marin. Procl.15: neut. ἀστεμφές as Adv., stiffly, starkly, Mosch.4.113; νεφέλαι . . ἀ. μελανεῦσαι dark without relief, Arat.878.
ἀστεμφής , ές,